Ο προπονητής δεν είναι ένας απλός παρατηρητής ούτε ένας αποστασιοποιημένος καθοδηγητής, είναι η ζωντανή προέκταση του αθλητή του. Στη φωνή του συγκεντρώνεται η ψυχή, το μυαλό και η εμπειρία ετών, όμως πίσω από αυτή τη φωνή υπάρχει μια ολόκληρη «μηχανική» σώματος και ψυχής που δοκιμάζεται στο έπακρο.
Κατά τη διάρκεια ενός κρίσιμου αγώνα, ο οργανισμός του προπονητή υφίσταται πιέσεις που συχνά θυμίζουν εκείνες του ίδιου του αθλητή. Ο καρδιακός παλμός ανεβαίνει, η αδρεναλίνη πλημμυρίζει το σώμα, οι σκέψεις γίνονται ταυτόχρονα καθαρές και θολές, ενώ η ψυχή παλεύει να βρει την ισορροπία ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα. Το ζητούμενο είναι να παραμείνει ψύχραιμος, για να μπορέσει να δώσει τις σωστές οδηγίες στον αθλητή του. Αυτή η ισορροπία δεν είναι δεδομένη, αλλά καρπός εκπαίδευσης, εμπειρίας και αυτοκυριαρχίας.
Η μηχανική και οι αντιδράσεις του προπονητή στον κρίσιμο αγώνα
Η σωματική μηχανική του προπονητή κατά τη διάρκεια ενός σημαντικού αγώνα είναι εντυπωσιακά πολύπλοκη. Ο οργανισμός του μπαίνει σε κατάσταση έντονης διέγερσης, σαν να αγωνίζεται ο ίδιος. Ο καρδιακός ρυθμός μπορεί να αυξηθεί σημαντικά, η αναπνοή να γίνει ρηχή και κοφτή, ενώ η αδρεναλίνη προκαλεί μυϊκή ένταση. Αυτές οι αντιδράσεις είναι φυσιολογικές, καθώς ο εγκέφαλος εκλαμβάνει την αγωνιστική κατάσταση ως προσωπική πρόκληση. Ουσιαστικά, ο προπονητής μοιράζεται το ίδιο “νευρικό φορτίο” με τον αθλητή του, ζώντας κάθε κίνηση, κάθε χτύπημα, κάθε άμυνα.
Παράλληλα, η ψυχολογική μηχανική ενεργοποιείται με τρόπο σύνθετο. Από τη μία, υπάρχει η έντονη αγωνία για το αποτέλεσμα, η οποία μπορεί να θολώσει την κρίση. Από την άλλη, η εμπειρία, η προπονητική γνώση και η πειθαρχία καλούν τον προπονητή να διατηρήσει ψυχραιμία, ώστε να κατευθύνει σωστά τον αθλητή. Είναι μια συνεχής πάλη ανάμεσα στην ακαριαία συναισθηματική αντίδραση και στη νηφάλια λογική. Αυτό το “δίπολο” είναι που καθιστά την προπονητική τόσο απαιτητική.
Η παραμονή στην ψυχραιμία απαιτεί εργαλεία αυτοελέγχου. Κάποιοι προπονητές χρησιμοποιούν ελεγχόμενη αναπνοή, άλλοι μικρές νοητικές ασκήσεις συγκέντρωσης, ενώ δεν λείπουν εκείνοι που αντλούν δύναμη από την ίδια τους την πίστη στον αθλητή. Η στιγμή που πρέπει να δοθεί μια εντολή δεν συγχωρεί δισταγμούς ή αμφιβολίες. Ο λόγος του προπονητή πρέπει να είναι σαφής, κοφτός και αποτελεσματικός. Αυτή η ικανότητα δεν είναι έμφυτη, χτίζεται μέσα από χρόνια αγώνων, αποτυχιών, εμπειριών και μαθημάτων.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο οργανισμός αντιδρά με ακραίο στρες: τρέμουλο στα χέρια, έντονη εφίδρωση, ακόμα και στιγμιαία σύγχυση. Εκεί κρύβεται η μεγάλη πρόκληση: να καταφέρει ο προπονητής να ξεπεράσει το ίδιο του το σώμα και να επιβάλει τη θέληση του μυαλού πάνω σε αυτό. Πρόκειται για μια εσωτερική μάχη που διεξάγεται σε κλάσματα δευτερολέπτου. Είναι η στιγμή που η αυτοκυριαρχία του προπονητή καθορίζει την ποιότητα της καθοδήγησης που θα λάβει ο αθλητής του.
Η μηχανική του προπονητή, λοιπόν, είναι μια συνεχής ισορροπία ανάμεσα στη βιολογία και στη λογική, στο σώμα και στο πνεύμα. Κάθε αγώνας είναι για εκείνον μια εσωτερική δοκιμασία, όπου καλείται να αναμετρηθεί όχι μόνο με τον αντίπαλο του αθλητή, αλλά και με τον ίδιο του τον οργανισμό. Αυτή η μάχη είναι αθέατη για τους περισσότερους θεατές, αλλά αποτελεί την πιο καθαρή απόδειξη της αφοσίωσης και της ανθρωπιάς του προπονητή.
“Η αληθινή ψυχραιμία δεν είναι η απουσία φόβου, αλλά η ικανότητα να τον δαμάζεις και να τον μετατρέπεις σε καθαρή καθοδήγηση.”
Τα συναισθήματα στη νίκη και στην ήττα
Η στιγμή της νίκης για έναν προπονητή είναι παλέτα συναισθημάτων που δύσκολα περιγράφονται με λόγια. Δεν πρόκειται μόνο για χαρά ή υπερηφάνεια, είναι η αίσθηση ότι οι ατελείωτες ώρες δουλειάς, οι κόποι, οι στερήσεις και οι θυσίες βρήκαν δικαίωση. Ο προπονητής βλέπει στο πρόσωπο του αθλητή του το αποτέλεσμα μιας πορείας που έχει χτιστεί με ιδρώτα και πειθαρχία. Σε εκείνη τη στιγμή, το “εγώ” υποχωρεί, δεν υπάρχει προσωπική φιλοδοξία, αλλά η ικανοποίηση ότι ένας άνθρωπος που εμπιστεύτηκε τον δάσκαλό του, έφτασε στον στόχο του.
Ωστόσο, η νίκη δεν είναι μόνο γιορτή, συχνά συνοδεύεται και από ένα βάρος ευθύνης. Ο προπονητής γνωρίζει ότι κάθε επιτυχία ανεβάζει τον πήχη, δημιουργεί νέες προσδοκίες και απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια στο μέλλον. Η ψυχραιμία που καλείται να δείξει σε μια νίκη είναι εξίσου σημαντική με εκείνη που χρειάζεται σε μια ήττα. Η νίκη πρέπει να μείνει καθαρή από έπαρση, γιατί διαφορετικά μετατρέπεται σε παγίδα. Ο ρόλος του προπονητή είναι να χαρεί με τον αθλητή του, αλλά και να τον βοηθήσει να πατήσει ξανά στη γη, ώστε να συνεχίσει να εξελίσσεται.
Από την άλλη, η ήττα είναι το μεγάλο ψυχολογικό τεστ για κάθε προπονητή. Δεν είναι μόνο η απογοήτευση του αποτελέσματος, αλλά και το βάρος που αισθάνεται απέναντι στον αθλητή του. Ο προπονητής γνωρίζει καλύτερα από όλους τι έχει επενδύσει ο αθλητής: τον πόνο, τον χρόνο, τις θυσίες. Όταν έρχεται μια ήττα, η πρώτη του σκέψη δεν είναι για τον εαυτό του, αλλά για το πώς θα διαχειριστεί τα συναισθήματα του παιδιού ή του νεαρού αθλητή που καθοδήγησε. Αυτή η ευθύνη είναι βαριά, γιατί ο προπονητής δεν θέλει ποτέ να δει τον αθλητή του να αμφισβητεί την αξία του ή να λυγίζει από την απογοήτευση.
Η ψυχολογική αντίδραση του προπονητή σε μια ήττα είναι πολύπλευρη: ανάμεσα στην αυτοκριτική, στην ανάλυση των λαθών και στην ανάγκη να σταθεί στήριγμα στον αθλητή του. Εδώ φαίνεται η πραγματική παιδαγωγική διάσταση της προπονητικής. Η ήττα πρέπει να μετατραπεί σε μάθημα, σε εφαλτήριο για βελτίωση, και αυτό περνά πρώτα από τον ίδιο τον προπονητή. Ο τρόπος που εκείνος θα τη διαχειριστεί θα καθορίσει και τον τρόπο που ο αθλητής θα τη βιώσει. Αν την αγκαλιάσει με ωριμότητα, θα διδάξει στο παιδί ότι η αξία βρίσκεται στην προσπάθεια και όχι αποκλειστικά στο αποτέλεσμα.
Η νίκη και η ήττα, επομένως, είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και στις δύο περιπτώσεις, ο προπονητής πρέπει να δει πέρα από την επιφάνεια: να χαρεί χωρίς υπερβολή και να πονέσει χωρίς να παρασυρθεί. Είναι αυτή η ισορροπία που χτίζει χαρακτήρα τόσο στον ίδιο όσο και στον αθλητή του. Το μεγάλο δίδαγμα που προκύπτει είναι ότι κάθε αποτέλεσμα, θετικό ή αρνητικό, είναι ένα βήμα προς την εξέλιξη.
“Η νίκη και η ήττα δεν είναι αντίπαλοι, είναι δάσκαλοι που απαιτούν τον ίδιο σεβασμό και την ίδια ψυχραιμία.”
Η διαχείριση του εαυτού μετά τον αγώνα
Η λήξη ενός κρίσιμου αγώνα, είτε συνοδεύεται από νίκη είτε από ήττα, αφήνει στον προπονητή ένα έντονο ψυχοσωματικό αποτύπωμα. Το σώμα του, που καθ’ όλη τη διάρκεια βρισκόταν σε κατάσταση αυξημένης εγρήγορσης, αρχίζει να αποφορτίζεται, αλλά το μυαλό παραμένει σε υπερδιέγερση. Η αναπαραγωγή των φάσεων, οι σκέψεις για το τι θα μπορούσε να έχει ειπωθεί ή γίνει διαφορετικά, και η συνεχής αυτοκριτική είναι αναπόσπαστα στοιχεία αυτής της στιγμής. Η πρώτη και πιο δύσκολη πρόκληση είναι να βρει εκείνη την ισορροπία που θα του επιτρέψει να ηρεμήσει χωρίς να χάσει την ικανότητα ανάλυσης.
Κατά τη διάρκεια των υπόλοιπων αγώνων, όταν άλλοι αθλητές του συμμετέχουν, ο προπονητής καλείται να αλλάξει ψυχολογικό μοτίβο σε ελάχιστο χρόνο. Δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να παραμένει κολλημένος στο προηγούμενο αποτέλεσμα, γιατί αυτό θα στερήσει την καθαρότητα της κρίσης του για τον επόμενο αθλητή. Είναι σαν να πατάει ένα εσωτερικό κουμπί επανεκκίνησης: αφήνει πίσω ό,τι συνέβη και δίνει όλη του την προσοχή στο τώρα. Αυτή η ικανότητα γρήγορης προσαρμογής είναι ίσως η πιο απαιτητική δεξιότητα που χρειάζεται να καλλιεργήσει ένας προπονητής.
Όταν οι αγώνες ολοκληρωθούν και η επιστροφή στο σπίτι σηματοδοτήσει το τέλος της ημέρας, ξεκινά μια διαφορετική μορφή διαχείρισης: η προσωπική. Εκεί, μακριά από τον θόρυβο του γηπέδου, ο προπονητής αναμετράται με τον εαυτό του. Στο σπίτι δεν είναι πια μόνος του ως επαγγελματίας, είναι σύζυγος, γονιός, φίλος. Οφείλει να αποφορτίσει την ψυχή του χωρίς να μεταφέρει την ένταση στο οικογενειακό του περιβάλλον. Δεν είναι εύκολο να αφήσεις πίσω μια έντονη μέρα, αλλά είναι αναγκαίο για να μην γίνει η πίεση της προπονητικής φορτίο για τους ανθρώπους που αγαπάς.
Η διαχείριση μετά τον αγώνα δεν αφορά μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα. Το στρες αφήνει σημάδια: αυξημένους καρδιακούς παλμούς, μυϊκή ένταση, εξάντληση. Ο προπονητής πρέπει να δώσει χώρο στην αποκατάσταση, είτε μέσω ξεκούρασης είτε με ασκήσεις χαλάρωσης και αυτοσυγκέντρωσης. Η φροντίδα του εαυτού δεν είναι εγωισμός, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να συνεχίσει να προσφέρει στους αθλητές του με καθαρό μυαλό και δυνατό σώμα.
Τελικά, η μεγαλύτερη τέχνη της διαχείρισης είναι η ικανότητα να βάζει ο προπονητής ένα τέλος στην ημέρα. Να μάθει να «κλείνει το κεφάλαιο» κάθε αγώνα και να προχωρά. Να θυμάται ότι οι επιτυχίες και οι αποτυχίες είναι στιγμές, όχι η απόλυτη ταυτότητά του. Μόνο έτσι μπορεί να διατηρήσει την ψυχική του υγεία, να προστατεύσει την οικογένειά του και να συνεχίσει να δίνει το καλύτερο στους αθλητές του την επόμενη μέρα.
“Η αληθινή δύναμη του προπονητή δεν φαίνεται στη φωνή του στον αγώνα, αλλά στη σιωπή του όταν επιστρέφει στο σπίτι.”
Ο προπονητής δεν είναι απλώς ένας καθοδηγητής σε έναν αγώνα, είναι ένας άνθρωπος που κουβαλά στις πλάτες του την ευθύνη, τα όνειρα και την αγωνία των αθλητών του. Κατά τη διάρκεια ενός σημαντικού αγώνα, το σώμα και ο νους του βρίσκονται σε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ένταση και στην αυτοσυγκράτηση. Στη νίκη, η χαρά του αθλητή γίνεται και δική του χαρά, στην ήττα, η ευθύνη βαραίνει την ψυχή του σαν να έχασε ο ίδιος. Και μετά τον αγώνα, εκεί όπου οι φωνές σβήνουν και τα φώτα χαμηλώνουν, μένει μόνος με τις σκέψεις του, με την ανάγκη να ξαναβρεί την εσωτερική του γαλήνη.
Είναι σημαντικό να καταλάβουν όλοι, γονείς, φίλοι, θεατές, πως πίσω από κάθε απόφαση, κάθε οδηγία, κάθε χειρονομία, κρύβεται ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει αμέτρητες ώρες για να σταθεί δίπλα στον αθλητή του. Το έργο του δεν είναι στιγμιαίο, είναι αποτέλεσμα συνεχούς πίεσης, επιμονής και αγάπης για το άθλημα και τους μαθητές του. Ο προπονητής δεν είναι αλάνθαστος, ούτε μπορεί να ελέγξει τα πάντα. Όμως κάθε φορά δίνει ό,τι καλύτερο έχει, προσφέροντας ψυχή, σώμα και πνεύμα.
Η προπονητική σε αγωνιστικό επίπεδο είναι ένας αγώνας μέσα στον αγώνα: ένας αγώνας με τον χρόνο, τα συναισθήματα, τις προσδοκίες. Ο προπονητής δεν είναι απλά παρών, ζει το κάθε δευτερόλεπτο με όλη του την ύπαρξη. Και γι’ αυτό αξίζει την αναγνώριση, όχι μόνο όταν έρχονται οι νίκες, αλλά και στις στιγμές της ήττας, γιατί εκεί δοκιμάζεται η αντοχή και η αφοσίωσή του.
Στο τέλος της ημέρας, ο προπονητής παραμένει ένας άνθρωπος που προσπαθεί, που πονάει, που χαίρεται, που μαθαίνει. Και όπως ο Σωκράτης μας δίδαξε ότι η αυτογνωσία είναι το ύψιστο αγαθό, έτσι και ο προπονητής μέσα από κάθε νίκη και κάθε ήττα διδάσκεται κάτι βαθύτερο για τον εαυτό του και για τους ανθρώπους γύρω του. Αυτό είναι το μεγαλύτερο μάθημα που μπορεί να μοιραστεί με τους αθλητές του: ότι η αξία δεν κρίνεται από ένα αποτέλεσμα, αλλά από τον δρόμο που διανύεται μαζί.
“Ο προπονητής είναι η ζωντανή απόδειξη ότι η ψυχή, το σώμα και ο νους μπορούν να γίνουν ένα, όχι για να κατακτήσουν μόνο τη νίκη, αλλά για να αποδείξουν ότι η αληθινή δύναμη βρίσκεται στη διαχείριση του εαυτού, στη γενναιοδωρία προς τον αθλητή και στην αλήθεια που γεννιέται μέσα από την ήττα και τη χαρά.”
Τριαντάφυλλος Βασίλης
Προπονητής Καράτε αναγνωρισμένος από την Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και την Παγκόσμια Ομοσπονδία Καράτε (W.K.F), Προπονητής Ειδικής Αγωγής με ειδίκευση στα παιδιά.