Η Εμπιστοσύνη ως θεμέλιο στην Αθλητική Διαπαιδαγώγηση: Ο Ρόλος του Γονέα στη Σχέση Δασκάλου και Αθλητή
Στον πολύπλοκο και απαιτητικό κόσμο της σύγχρονης ανατροφής, οι γονείς καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στο να προσφέρουν στο παιδί τους ελευθερία επιλογών και στο να του παρέχουν σταθερά θεμέλια καθοδήγησης. Όμως, μέσα σε αυτή την εξίσωση, παραβλέπεται συχνά ένας τρίτος πυλώνας, θεμελιώδης για την συνολική ανάπτυξη του παιδιού: ο ρόλος του δασκάλου. Ειδικά σε πεδία που αγγίζουν την πειθαρχία, την εξέλιξη και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα, όπως το Καράτε, ο δάσκαλος δεν είναι απλώς ένα πρόσωπο που διδάσκει τεχνικές κινήσεις, αλλά ένας θεσμικός και παιδαγωγικός καθοδηγητής. Εκείνος που μαθαίνει στο παιδί να αντέχει τον κόπο, να δομεί την υπομονή και να αναγνωρίζει τα όριά του για να τα ξεπεράσει.
Το παρόν κείμενο δεν γράφτηκε για να δώσει συμβουλές. Ούτε για να αναμετρηθεί με τη γονεϊκή αγωνία, αλλά για να την αναδείξει και να της προσφέρει έναν νέο ορίζοντα κατανόησης. Στο επίκεντρο αυτής της ανάλυσης βρίσκεται η λεπτή, συχνά αδιόρατη, αλλά καθοριστική γραμμή μεταξύ γονεϊκής υποστήριξης και τεχνικής παρέμβασης. Γιατί πολλές φορές, με την καλύτερη πρόθεση, ο γονιός προσπαθεί να “βοηθήσει” το παιδί του, τη στιγμή ακριβώς που το παιδί χρειάζεται να εμπιστευτεί τη δυσκολία, να κατανοήσει το νόημά της και να επιλέξει το μονοπάτι της προσπάθειας αντί του εφησυχασμού.
Είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε πως κάθε παρέμβαση στο προπονητικό έργο χωρίς γόνιμο διάλογο με τον δάσκαλο δημιουργεί περισσότερες εσωτερικές συγκρούσεις απ’ όσες λύνει. Δεν αμφισβητεί μόνο τη μέθοδο, αλλά και το κύρος του προσώπου που έχει αναλάβει την παιδαγωγική πορεία του παιδιού. Το αποτέλεσμα; Ένα παιδί που μπερδεύεται, αμφισβητεί, χάνει το εσωτερικό του στήριγμα. Ένα παιδί που τελικά διδάσκεται πως το να αποφεύγεις μια άσκηση είναι πιο εύκολο από το να την υπερβείς.
Με σεβασμό προς τον ρόλο κάθε γονέα, αυτό το κείμενο απευθύνεται ως πρόσκληση. Μια πρόσκληση να δούμε την προπονητική διαδικασία ως ένα σύστημα όπου δάσκαλος, γονιός και παιδί συνεργάζονται. Γιατί όταν ο γονέας λέει “ό,τι σου πει ο δάσκαλος”, δεν παραιτείται από τη σχέση του με το παιδί. Αντίθετα, την ενισχύει με τη σοφία του να εμπιστεύεται τον κατάλληλο άνθρωπο, τη σωστή στιγμή.
Η Σχέση Γονέα και Προπονητή:
Θεμέλιο Εμπιστοσύνης για την Ανάπτυξη του Παιδιού
Η πρώτη θεμελιώδης βάση σε κάθε αθλητική ή παιδαγωγική διαδικασία είναι η εμπιστοσύνη. Όταν ένας γονιός επιλέγει έναν προπονητή, δεν επιλέγει απλώς έναν “διδάσκοντα τεχνικών”. Επιλέγει έναν άνθρωπο που θα επηρεάσει σε βάθος χρόνου τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού του. Θα γίνει ένας καθρέφτης πειθαρχίας, επιμονής, δικαιοσύνης και κριτικής σκέψης. Επομένως, είναι κρίσιμο η στάση του γονέα να συνάδει με αυτή τη συνειδητοποίηση. Η φράση “ό,τι σου πει ο δάσκαλος” δεν είναι απλώς ένας εύκολος τρόπος να ξεμπερδεύει κάποιος από μια ερώτηση του παιδιού, είναι μια δήλωση εμπιστοσύνης, ένα έμμεσο σε στηρίζω να χτίσεις μια νέα σχέση με κάποιον που θα σε βοηθήσει να εξελιχθείς.
Πολύ συχνά, οι γονείς, συναισθηματικά φορτισμένοι, είτε από δικές τους παιδικές εμπειρίες είτε από φόβο μήπως το παιδί κουραστεί ή απογοητευτεί, παρεμβαίνουν σε τεχνικές ή προπονητικές αποφάσεις. Πιστεύουν ότι προστατεύουν το παιδί τους. Όμως, στην πραγματικότητα, χωρίς να το καταλαβαίνουν, το αποδυναμώνουν. Του στερούν τη δυνατότητα να αναμετρηθεί με δυσκολίες και να χτίσει μηχανισμούς αυτορρύθμισης. Όταν ένας δάσκαλος λέει πως ένα παιδί πρέπει να κάνει ένα συγκεκριμένο kata ή μια δύσκολη άσκηση, δεν το λέει αυθαίρετα ή για να προκαλέσει “αντίσταση”. Το λέει γιατί έχει χτίσει πάνω σε παρατήρηση, εμπειρία και διαρκή αξιολόγηση. Το παιδί ίσως θέλει να κάνει κάτι άλλο. Αλλά το ζητούμενο στον αθλητισμό δεν είναι να ακολουθεί κανείς μόνο ό,τι του αρέσει, αλλά να εξελίσσεται μέσα από αυτό που έχει ανάγκη.
Ένα παιδί, όταν αμφισβητεί ή φέρνει επιχειρήματα από το σπίτι στην προπόνηση, δεν λειτουργεί αυθόρμητα. Αντιγράφει μια στάση. Έχει εισπράξει αμφιβολία, ερώτηση, επιφύλαξη. Αν ο γονιός υπονομεύσει έστω και ανεπαίσθητα την απόφαση του δασκάλου, χάνει το παιδί το μήνυμα της συνέπειας και της ιεραρχίας. Δεν είναι θέμα αυταρχισμού, είναι θέμα ξεκάθαρων ρόλων. Ο δάσκαλος είναι εκεί για να οργανώσει την εξέλιξη, να προτείνει τον δρόμο, να εντοπίσει αδυναμίες και να βοηθήσει να μετατραπούν σε προτερήματα. Όταν ένας γονιός επιβάλλει τι θα κάνει το παιδί του στον αθλητισμό, δημιουργεί μια εσωτερική σύγκρουση: “ποιον να ακούσω;”. Αυτή η σύγκρουση διαλύει την αφοσίωση και τελικά, απογοητεύει το ίδιο το παιδί.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο δυνατό από το να πει ένας γονιός στο παιδί του: “Εμπιστεύομαι τον δάσκαλό σου”. Είναι ένα μήνυμα σεβασμού προς την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά και μια κίνηση που βοηθά το παιδί να σταθεί μόνο του, να πάρει ευθύνη και να δημιουργήσει δικούς του δεσμούς, δικά του πρότυπα. Αντιθέτως, όταν ο γονιός κάνει πίσω σε κάθε μικρή δυσκολία που συναντά το παιδί, και ζητά αλλαγές σύμφωνα με το θέλω του παιδιού, μαθαίνει στο παιδί να μην αντέχει τη ματαίωση. Ο δρόμος της αυτογνωσίας, όμως, περνά μέσα από μικρές απογοητεύσεις, λάθη και διορθώσεις. Αυτό είναι και το πεδίο της προσωπικής νίκης: η συνειδητοποίηση ότι δεν κάνω μόνο ό,τι θέλω, αλλά και ό,τι με εξελίσσει.
Η εμπιστοσύνη δεν είναι απλώς παραχώρηση εξουσίας, είναι η γέφυρα που μετατρέπει την καθοδήγηση σε εσωτερική δύναμη και την πειθαρχία σε αυτονομία σκέψης.
Η Παιδαγωγική Πλευρά της Προπόνησης: Πέρα από την Τεχνική, μια Σχέση Διάπλασης
Πολλοί γονείς βλέπουν την προπόνηση ως ένα απλό σύνολο ασκήσεων ή μια σειρά από τεχνικές δεξιότητες που το παιδί καλείται να μάθει. Αν όμως σταθούμε λίγο βαθύτερα, θα κατανοήσουμε ότι πίσω από κάθε επιλογή του προπονητή κρύβεται μια παιδαγωγική πρόθεση. Η επιλογή ενός συγκεκριμένου kata, η επιμονή σε μια άσκηση που φαίνεται μονότονη, η επιβολή κανόνων συμπεριφοράς στο dojo, όλα αυτά συνθέτουν ένα σύστημα παιδείας και αξιών. Δεν αποσκοπούν μόνο στην τελειοποίηση της κίνησης, αλλά στην εξέλιξη του χαρακτήρα. Το καράτε δεν είναι απλώς ένα άθλημα, είναι μια τέχνη διαμόρφωσης του εσωτερικού εαυτού.
Όταν ένα παιδί αρνείται να εκτελέσει μια άσκηση ή απογοητεύεται, αυτό αποτελεί ευκαιρία. Ευκαιρία για το παιδί να δοκιμάσει την αντοχή του. Ευκαιρία για τον δάσκαλο να εντοπίσει τον τρόπο στήριξης. Και κυρίως, ευκαιρία για τον γονέα να σταθεί στο πλάι του παιδιού, όχι να ανοίξει έναν εναλλακτικό δρόμο διαφυγής. Το να λέει ένας γονιός στο παιδί “πες το στον δάσκαλό σου” ή “αν δεν θες, δεν πειράζει”, δημιουργεί μια αντίληψη πως η δυσκολία είναι κάτι το ανεπιθύμητο. Όμως η αθλητική, αλλά και η προσωπική, υπέρβαση, έρχεται ακριβώς όταν το παιδί μένει στον χώρο της δυσκολίας με εμπιστοσύνη ότι θα καθοδηγηθεί σωστά. Ο προπονητής δεν επιλέγει τυχαία ούτε τη στιγμή, ούτε τη μέθοδο.
Πολύ συχνά, ο δάσκαλος βρίσκεται στη δύσκολη θέση να πρέπει να εξηγήσει γιατί η επιλογή του είναι πιο σωστή από την επιθυμία του παιδιού, ή από την αμφιβολία του γονέα. Πρόκειται για μια λεπτή γραμμή. Η προπονητική διαδικασία δεν είναι διαπραγματεύσιμη όπως μια καθημερινή συνδιαλλαγή, είναι δομημένη με επιστημονικά, ψυχοπαιδαγωγικά και ψυχοσωματικά κριτήρια. Ο γονιός δεν έχει την ευθύνη της στρατηγικής ούτε βλέπει την εξέλιξη μέσα από το συνολικό φάσμα. Βλέπει την κόπωση, τη δυσαρέσκεια ή την κούραση της στιγμής. Ο προπονητής, όμως, βλέπει την προοπτική. Έχει τον χάρτη, βλέπει το σημείο αφετηρίας, αλλά και το πού πρέπει να φτάσει το παιδί. Αν ο γονιός παρεμβαίνει με καλή πρόθεση αλλά χωρίς τεχνική γνώση ή παιδαγωγική επίγνωση, τότε αχρηστεύει έναν ολόκληρο κύκλο εξέλιξης που χτίζεται βήμα βήμα.
Είναι κρίσιμο να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει “δημοκρατία” στον σχεδιασμό της εκπαίδευσης, όταν ο στόχος είναι η διάπλαση. Η επιλογή δεν βρίσκεται στο τι θέλει το παιδί, αλλά στο τι έχει ανάγκη τη δεδομένη στιγμή. Αυτή η λεπτή διαφορά είναι που καθορίζει εάν το παιδί θα εξελιχθεί σε έναν άνθρωπο που αποφεύγει τις δυσκολίες ή σε έναν που τις αντιμετωπίζει με εσωτερική σταθερότητα και γνώση. Ο ρόλος του προπονητή είναι, λοιπόν, βαθιά παιδαγωγικός. Εκπαιδεύει μέσα από την κίνηση, όχι μόνο το σώμα αλλά και τον νου, το ήθος, τη συγκέντρωση, τη διαχείριση της ήττας και τη χαρά της προσπάθειας. Και εκεί, ο γονιός γίνεται συνοδοιπόρος όταν αποδεχτεί ότι δεν είναι εκεί για να λύσει τα ζητήματα, αλλά για να στηρίξει τις λύσεις που ο δάσκαλος καλλιεργεί με τον χρόνο και τη γνώση.
Η αληθινή παιδεία δεν είναι η ικανοποίηση των επιθυμιών, αλλά η εκπαίδευση της επιθυμίας με βάση τη σοφία της στιγμής και την επιστήμη της εξέλιξης.
Εμπιστοσύνη: Το Αόρατο Συμβόλαιο ανάμεσα σε Γονέα, Παιδί και Προπονητή
Η πιο λεπτή, αλλά και η πιο ουσιαστική πτυχή αυτής της σχέσης βρίσκεται στο επίπεδο της εμπιστοσύνης. Όταν ένας γονέας εμπιστεύεται το παιδί του στα χέρια ενός δασκάλου, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, υπογράφει ένα άτυπο αλλά καθοριστικό συμβόλαιο συνεργασίας. Είναι μια συμφωνία που βασίζεται σε τρία θεμέλια: στη γνώση του προπονητή, στην αποδοχή της διαδικασίας και στην κοινή επιθυμία για εξέλιξη του παιδιού. Η σχέση αυτή, όταν λειτουργεί σωστά, μετατρέπεται σε τρίγωνο σταθερότητας, με το παιδί στο κέντρο και τους ενήλικες στους δύο άξονες να λειτουργούν υποστηρικτικά, όχι ανταγωνιστικά ή παρεμβατικά. Όμως όταν ο ένας άξονας αρχίζει να αμφισβητεί τον άλλον, το τρίγωνο λυγίζει. Το παιδί μπερδεύεται, διχάζεται, και τελικά, δυσκολεύεται να εμπιστευτεί και τα δύο πρόσωπα.
Η ψυχολογία του παιδιού είναι ευαίσθητη και επηρεάζεται πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε από την παραμικρή ρήξη στη σχέση προπονητή – γονέα. Όταν, για παράδειγμα, ο γονέας πάρει το μέρος του παιδιού όταν αυτό δεν θέλει να κάνει μια άσκηση, τότε, άθελά του, του διδάσκει πως υπάρχει τρόπος να αποφεύγουμε ό,τι δεν μας αρέσει. Το παιδί μαθαίνει να διαπραγματεύεται με τον εαυτό του μέσω των άλλων. Αντί να ενδυναμωθεί μέσα από τη δυσκολία, μαθαίνει να βρίσκει διαφυγή μέσω εξωτερικής παρέμβασης. Μαθαίνει να υποψιάζεται τις προθέσεις του δασκάλου. Στο βάθος, αποδυναμώνεται η εσωτερική του πυξίδα και το αίσθημα συνέπειας. Η μακροπρόθεσμη συνέπεια αυτής της κατάστασης δεν είναι απλώς η αθλητική στασιμότητα, αλλά η προσωπική αδυναμία να αντέξει οριακές καταστάσεις στο μέλλον.
Ο προπονητής δεν είναι αντίπαλος της επιθυμίας του παιδιού, είναι ο διαμορφωτής της δυνατότητάς του. Δεν επιλέγει αυθαίρετα, αλλά αξιολογεί βάσει εμπειρίας, στόχων και χρονισμού. Ένας καλός προπονητής δεν είναι εκεί για να νικήσει το θέλω του παιδιού, αλλά για να το μετουσιώσει σε δυνατότητα. Οι πιο σπουδαίες νίκες, άλλωστε, δεν είναι εκείνες που κατακτώνται στο tatami, αλλά αυτές που κατακτιούνται στο εσωτερικό πεδίο της πειθαρχίας, της αυτογνωσίας και της επιμονής. Κάθε φορά που ένας γονιός υποστηρίζει τον δάσκαλο, χωρίς να καταπνίγει τη φωνή του παιδιού, αλλά βοηθώντας το να την κατανοήσει και να την επεξεργαστεί, ενισχύει αυτό το εσωτερικό πεδίο. Και τελικά, ενισχύει την ικανότητα του παιδιού να σταθεί απέναντι στον εαυτό του με ακεραιότητα.
Η υποστήριξη ενός γονέα δεν πρέπει να είναι μια μορφή καθοδήγησης ενάντια στον δάσκαλο, αλλά μια συνέργεια με αυτόν. Το “μίλα με τον δάσκαλό σου, εκείνος ξέρει καλύτερα για σένα αυτή τη στιγμή” δεν είναι παραίτηση της γονεϊκής ευθύνης. Είναι η κορύφωση της γονεϊκής σοφίας: η αναγνώριση ότι η εξέλιξη του παιδιού χρειάζεται πολυεπίπεδη καθοδήγηση. Ένας γονέας που γνωρίζει πότε να μιλήσει και πότε να σιωπήσει είναι ανεκτίμητος σύμμαχος. Το παιδί τον νιώθει δίπλα του, όχι μπροστά του. Ο δάσκαλος, τον βλέπει ως συνεργάτη, όχι ως ανταγωνιστή. Και μέσα από αυτή τη συνεργασία, ο καρπός που γεννιέται δεν είναι απλώς ένας καλός αθλητής. Είναι ένας χαρακτήρας έτοιμος να σταθεί στη ζωή με θάρρος, διάκριση και ηθική ευθύνη.
Η αληθινή υποστήριξη δεν είναι η παρέμβαση στη δυσκολία, αλλά η σοφή σιωπή που ενδυναμώνει την εσωτερική αρχιτεκτονική της ψυχής.
Όταν το παιδί εισέρχεται στον χώρο μιας προπόνησης, δεν φέρει μόνο το σώμα του, φέρει και τις προσδοκίες, τους φόβους και τις εσωτερικές του αναζητήσεις. Αν ο προπονητής είναι εκεί για να του διδάξει την τέχνη της συνέπειας, της δύναμης και της εξέλιξης, τότε ο γονέας είναι εκεί για να του δείχνει, με κάθε τρόπο, ότι εμπιστεύεται αυτή τη διαδικασία. Όχι ως αφαίρεση της φωνής του παιδιού, αλλά ως ενίσχυση της εσωτερικής του καθοδήγησης.
Δεν υπάρχει προπονητής που να μην έχει βρεθεί στη δύσκολη θέση να εξηγήσει γιατί επιμένει σε μία άσκηση, ένα kata ή έναν τρόπο διδασκαλίας, σε αντίθεση με το “θέλω” του παιδιού ή την “αντίρρηση” του γονέα. Κι όμως, το αληθινό μάθημα δεν βρίσκεται ποτέ στην απλή εξήγηση, αλλά στο να δούμε όλοι μαζί την εικόνα πέρα από τη στιγμή.
Το παιδί χρειάζεται χώρο να εμπιστευτεί. Κι ο χώρος αυτός χτίζεται όταν ο γονιός αποδέχεται ότι η γνώση του δασκάλου είναι αναγκαία και όταν ο προπονητής δείχνει στον γονέα ότι κάθε απόφαση λαμβάνεται με σεβασμό στην προσωπικότητα του παιδιού. Εκεί γεννιέται ο πραγματικός σεβασμός. Όχι από τη θέση ισχύος, αλλά από τη θέση ευθύνης.
Ας θυμόμαστε, το παιδί δεν μεγαλώνει μόνο με λόγια. Μεγαλώνει με παραδείγματα. Και όταν βλέπει τον γονέα να εμπιστεύεται τον δάσκαλό του, μαθαίνει και το ίδιο να εμπιστεύεται τους ανθρώπους, τις διαδικασίες και τελικά τον ίδιο του τον εαυτό.
Όταν ο γονέας μετατρέπεται από καθοδηγητής σε συμπαραστάτη, και ο προπονητής από τεχνικός σε παιδαγωγός, τότε το παιδί δεν μαθαίνει απλώς κινήσεις. Μαθαίνει πώς να κινείται με αξιοπρέπεια μέσα στον κόσμο. Η πραγματική προπόνηση δεν γίνεται μόνο στο σώμα, αλλά στην ηθική γεωμετρία της ζωής.
Τριαντάφυλλος Βασίλης
Προπονητής Καράτε αναγνωρισμένος από την Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και την Παγκόσμια Ομοσπονδία Καράτε (W.K.F), Προπονητής Ειδικής Αγωγής με ειδίκευση στα παιδιά.